διερμηνεύσῃ

διερμηνεύσῃ
διερμηνεύσηι , διερμήνευσις
parleying
fem dat sg (epic)
διερμηνεύω
interpret
aor subj mid 2nd sg
διερμηνεύω
interpret
aor subj act 3rd sg
διερμηνεύω
interpret
fut ind mid 2nd sg
διερμηνεύω
interpret
aor subj mid 2nd sg
διερμηνεύω
interpret
aor subj act 3rd sg
διερμηνεύω
interpret
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διερμήνευση — η (AM διερμήνευσις) [διερμηνεύω] νεοελλ. 1. διερμηνεία* 2. μετάφραση τού προφορικού λόγου για τη συνεννόηση αλλόγλωσσων αρχ. 1. διαπραγμάτευση 2. ερμηνεία, εξήγηση …   Dictionary of Greek

  • διερμηνευτικός — ή, ό (AM διερμηνευτικός, ή, όν) [διερμηνεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διερμήνευση ή στον διερμηνευτή, ο κατάλληλος να εξηγεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”